- αλώβητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έπαθε υλική ή ηθική βλάβη, ζημιά: Από την περιπέτειά της εκείνη βγήκε αλώβητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλώβητος — unblemished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώβητος — η, ο (Α ἀλώβητος, ον) [λωβητός] (και μτφ.) αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, άβλαβος, ακέραιος, αμείωτος … Dictionary of Greek
ἀλωβήτως — ἀλώβητος unblemished adverbial ἀλώβητος unblemished masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώβητον — ἀλώβητος unblemished masc/fem acc sg ἀλώβητος unblemished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωβήτου — ἀλώβητος unblemished masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωβήτους — ἀλώβητος unblemished masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώβητα — ἀλώβητος unblemished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλώβητοι — ἀλώβητος unblemished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нераздьраѥмъ — (1*) пр. Неповрежденный: Ст҃ы˫а б҃ца риза... нетлѣньна бы(с) и нераздраѥма доже и донынѣ, чюдо пр҃снодв҃цю истиньнѹ проповѣдаѥть. (ἀλώβητος) ΓΑ XIII–XIV, 261б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδάικτος — ἀδάικτος, ον (Α) [δαΐζω] ο μη κατεστραμμένος, αλώβητος, άφθαρτος … Dictionary of Greek